Στους Αγίους Βαβατσινιάς, ακόμη και σήμερα, παρασκευάζουν παραδοσιακά εδέσματα του νησιού, όπως «έψημα», «παλουζέ», «σουτζούκο» και «κιοφτέρκα»- καθώς και γλυκά του κουταλιού. Ταυτόχρονα, το χωριό διαθέτει μια μακρόχρονη παράδοση στην παρασκευή τόσο ντόπιου κρασιού όσο και ζιβανίας, γεγονός που μαρτυριέται από τα παραδοσιακά καζάνια καθώς και από ένα παλιό ληνό.

Έψημα

Το έψημα είναι γνήσιος χυμός σταφυλιών, ο οποίος μοιάζει με μέλι φτιαγμένο με μούστο σταφυλιών. Το συγκεκριμένο γλυκό, φτιάχνεται κυρίως από μαύρα σταφύλια. Αρχικά αλέθονται τα σταφύλια και συγκεντρώνεται ο χυμός τους, γνωστός ως «μούστος» ή «μουστάρι». Στη συνέχεια, ο μούστος πρέπει να «χωχλάσει», δηλαδή να ζεσταθεί καλά, σε μια μεγάλη μαγείρισσα, το «χαρτζί». Τότε, με μια ειδική κουτάλα αφαιρείται ο αφρός που σχηματίζεται στην επιφάνεια του «χαρτζιού». Αμέσως μετά, κατεβάζουν το μείγμα από τη φωτιά και αφού κρυώσει το «χωχλάζουν» για άλλη μια φορά. Ταυτόχρονα, προστίθεται ασπρόχωμα, για να απορροφηθούν οι ακαθαρσίες και να μείνει ο μούστος καθαρός. Μ’ αυτό τον τρόπο παρασκευάζεται το «έψημα», ένα παχύρρευστο υγρό με μαύρο χρώμα και γλυκόξυνη γεύση.

Παλουζές

Ο παλουζές αποτελεί άλλο ένα από τα παραδοσιακά γλυκά με βασικό συστατικό το μούστο. Ακολουθείται, αρχικά, η ίδια διαδικασία με την παρασκευή εψήματος με τη διαφορά πως στο «χαρτζί» προστίθεται αλεύρι. Το μείγμα πρέπει να ανακατεύεται διαρκώς έως ότου πήξει. Οι νοικοκυρές, ταυτόχρονα, προσθέτουν ροδόσταγμα, κανέλα και «μαστίχι». Ο παλουζές θεωρείται έτοιμος, όταν, όπως αναφέρουν οι γυναίκες του χωριού, «δεν κολλά πάνω στο χέρι». Σερβίρεται συνήθως με αλεσμένους ξηρούς καρπούς, είτε καρυδιού είτε αμυγδάλου.

Σουτζούκος

Ο σουτζούκος είναι ένα από τα παραδοσιακά γλυκά που απαιτούν αρκετό χρόνο προετοιμασίας. Αρχικά, οι νοικοκυρές φουσκώνουν στο νερό ξηρούς καρπούς αμυγδάλων. Στη συνέχεια, τους περνούν με τη βοήθεια βελονιού σε μακριές κλωστές, μήκους περί το ένα μέτρο. Οι κλωστές αυτές, έπειτα βυθίζονται στο «χαρτζί» με το «παλουζέ» αρκετές φορές. Το πάχος του «σουτζούκου» θα εξαρτηθεί από το πόσες φορές η εκάστοτε νοικοκυρά θα «βαπτίσει» την κλωστή στον παλουζέ. Οι κλωστές με τις επικαλύψεις παλουζέ, τοποθετούνται πάνω σε κλαδιά, έτσι ώστε να στεγνώσουν στον ήλιο. Όταν ξηραθούν οι επικαλύψεις, τότε ο σουτζούκος είναι έτοιμος. Αξίζει να σημειωθεί πως ο «σουτζούκος» διατηρείται για αρκετό καιρό από τη μέρα παρασκευής του.

Κιοφτέρκα

Τα «κιοφτέρκα» είναι άλλο ένα από τα γλυκά που φτιάχνονται έχοντας ως βάση το «παλουζέ». Στην ουσία, τα «κιοφτέρκα» είναι αποξηραμένος παλουζές, κομμένος σε μικρά τετράγωνα κομμάτια.

Κρασί

Επιπρόσθετα, από το μούστο παρασκευάζουν και εύγεστο τοπικό κρασί. Παλαιότερα, μετά την διαλογή των σταφυλιών μεταφέρονταν στο ληνό του χωριού. Κάτω από το πιεστήριο τοποθετούσαν το πιθάρι, όπου έρεε ο μούστος. Το πιθάρι έπρεπε να τοποθετείται σε σκιερό μέρος. Το κρασί ήταν έτοιμο μετά την διαδικασία της ζύμωσης.

Ζιβανία

Η ζιβανία παρασκευαζόταν είτε «με τα στέμφυλα και λίγο χυμό σταφυλιών που απέμενε στο βάθος του πιθαριού όταν αυτός μεταγγιζόταν μετά τη ζύμωση σε άλλο πιθάρι για να γίνει το κρασί» είτε «με πατημένα καμπανάρκα» δηλαδή μικρά τσαμπιά με σταφύλια που μαζεύονταν ως δεύτερη συγκομιδή. Ο μούστος που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ζιβανίας πρέπει να περάσει από τη διαδικασία της ζύμωσης τουλάχιστον για μια βδομάδα. Στη συνέχεια, ο παραγωγός ετοιμάζει το ειδικό καζάνι όπου ο μούστος θα υποστεί τη διαδικασία απόσταξης για να εξαχθεί η ζιβανία.

Γλυκά του κουταλιού

Τέλος, οι γυναίκες του χωριού παρασκευάζουν, όπως ήδη αναφέρθηκε, και διάφορα γλυκά του κουταλιού, όπως το καρυδάκι, το κεράσι, το καρπούζι, το σταφύλι και το κυδώνι, ακολουθώντας τον παραδοσιακό τρόπο παρασκευής. Τα γλυκά αυτά φυλάγονται πάντοτε σε σκιερό και δροσερό μέρος και διατηρούνται για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Παραδοσιακή τέχνη

Τέχνη παραγωγής μεταξιού

Στο χωριό επέζησε η τέχνη παραγωγής μεταξιού .Αρχικά, οι χωριανοί μεριμνούσαν για τη διαμόρφωση χώρου κατάλληλου για την εκτροφή μεταξοσκωλήκων. Συγκεκριμένα, τοποθετούσαν καλάμια ή καλαμωτές, αλλά και φύλλα μουριάς για την εκτροφή τους. Ανά διαστήματα οι μεταξοσκώληκες σταματούσαν να επιθυμούν τροφή, γ’ αυτό έλεγαν πως περνούσαν περιόδους νηστειών. Σταδιακά οι μεταξοσκώληκες γινόντουσαν ημιδιαφανείς και αρχινούσαν να πλέκουν κουκούλι εκκρίνοντας μετάξι. Μερικοί μεταξοσκώληκες εξέκριναν το μετάξι πάνω στις καλαμωτές και δεν έφτιαχναν κουκούλια. Τότε, οι παραγωγοί μάζευαν τα κουκούλια και τα άπλωναν στον ήλιο, με σκοπό να πεθάνουν οι μεταξοσκώληκες που ήταν κρυμμένοι στο εσωτερικό των κουκουλιών. Μετά την έκθεση των κουκουλιών στον ήλιο, οι χωρικοί μετάφεραν τα κουκούλια στον μεταξά για να τύχουν επεξεργασίας.

Πηγές:

Ιωάννης Ιωνάς, Παραδοσιακά Επαγγέλματα της Κύπρου, Λευκωσία, 2001

Νικολάου Νέαρχος, Μαγειρική από την Κύπρο, Λευκωσία, 1992

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια, τ. 5 και τ. 12

Λαογραφική Κύπρος , τ. 50, 2000